- πραίσεντος
- ὁ, Μπροϊστάμενος στρατιωτικού ή υπαλληλικού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praesens, -ntis, παθ. μτχ. τού praesum «προΐσταμαι, προστατεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραισεντεύω — Μ [πραίσεντος] είμαι παρών … Dictionary of Greek